Η βελανιδιά ή βαλανιδιά (επιστ. Δρυς, Quercus) είναι γένος φυτών της οικογένειας των Φηγοειδών (Fagaceae).
Είναι το κατ’ εξοχήν δένδρο των δρυμών.
Είναι δέντρο ψηλό, αιωνόβιο που βρίσκεται είτε σε πεδινές είτε σε ορεινές περιοχές. Ο καρπός της βαλανιδιάς είναι το βαλανίδι (από το βάλανος), χρήσιμο για ζωοτροφές και στη βυρσοδεψία. Το ξύλο όλων των ειδών είναι βαρύ, σκληρό και δεν σαπίζει εύκολα. Χρησιμοποιείται στην οικοδομική, ναυπηγική, επιπλοποιία, στην κατασκευή σανίδων, δοκαριών και παρασκευάζονται από αυτό ξυλάνθρακες πολύ καλής ποιότητας.[Βλέπετε Wikipedia ].
H βελανιδιά πηγή έμπνευσης
Αυτό το ωραίο δέντρο έδωσε έμπνευση σε ζωγράφους, γλύπτες, αργυροχρυσοχόους, συγγραφείς και ποιητές… Στη συνέχεια θα παραθέσω ενδεικτικά κείμενα και ποιήματα εμπνευσμένα από τη βελανιδιά:
I). Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης έγραψε ένα διήγημα με τίτλο:
Υπό την βασιλικήν δρυν. Στο διήγημα αυτό ο ενήλικας αφηγητής κάνει μια αναδρομική αφήγηση στα παιδικά του χρόνια. Αναφέρεται στη βασιλική δρυ που θαύμασε και ερωτεύτηκε ως εντεκάχρονο παιδί. Ο αφηγητής παιδί, αφού κυλιστεί στη χλόη, στις παπαρούνες και τα αγριολούλουδα, θα ξαπλώσει κάτω από τη σκιά του δέντρου και θα κοιμηθεί. Εκεί θα ονειρευτεί τη μεταμόρφωση του δέντρου σε μια γυναικεία μορφή, την οποία ερωτεύεται.
Ως ώριμος πια αφηγητής επιστρέφει μετά από πολλά χρόνια στο χωριό του. Στα «προσκυνητάρια τῶν παιδικῶν ἀναμνήσεων». Ο ίδιος έχει μεγαλώσει και έχει αλλάξει. Και ο χώρος, το περιβάλλον που έζησε τα παιδικά του χρόνια έχει αλλάξει. Το μεγάλο και όμορφο δέντρο, που με τόση αγάπη αντίκριζε κάποτε ο αφηγητής, κόπηκε από ένα χωριανό, που του στέρησε την ευκαιρία να το ξαναδεί. Η μεγάλη βασιλική βελανιδιά δεν υπάρχει πια…
Υπό την βασιλικήν δρυν
Του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Περιοδικό “Παναθήναια”, 1901
Ὅταν παιδίον διηρχόμην ἐκεῖ πλησίον, ἐπὶ ὁναρίου ὀχούμενος, διὰ νὰ ὑπάγω νὰ ἀπολαύσω τὰς ἀγροτικάς μας πανηγύρεις τῶν ἡμερῶν τοῦ Πάσχα, τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ τῆς Πρωτομαγιᾶς, ἐρρέμβαζον γλυκὰ μὴ χορταίνων νὰ θαυμάζω περικαλλὲς δένδρον μεμονωμένον, πελώριον, μίαν βασιλικὴν δρῦν. ῾Οποῖον μεγαλεῖον εἶχεν! Οἱ κλάδοι της χλωρόφαιοι, κατάμεστοι, κραταιοί· οἱ κλῶνοι της γαμψοὶ ὡς ἡ κατατομὴ τοῦ ἀετοῦ, οὖλοι ὡς ἡ χαίτη τοῦ λέοντος, προεῖχον ἀναδεδεμένοι εἰς βασιλικὰ στέμματα. Καὶ ἦτο ἐκείνη ἅνασσα τοῦ δρυμοῦ, δέσποινα ἀγρίας καλλονῆς, βασίλισσα τῆς δρόσου…
Ἀπὸ τὰ φύλλα της ἐστάλαζε καὶ ἔρρεεν ὁλόγυρά της «μάννα ζωῆς, δρόσος γλυκασμοῦ, μέλι τὸ ἐκ πέτρας». Ἔθαλπον οἱ ζωηφόροι ὀποί της ἔρωτα θείας ἀκμῆς καὶ ἔπνεεν ἡ θεσπεσία φυλλάς της ἵμερον τρυφῆς ἀκηράτου. Καὶ ἡ κορυφή της βαθύκομος ἠγείρετο ὡς στέμμα παρθενικόν, διάδημα θεῖον.
ᾘσθανόμην ἄφατον συγκίνησιν νὰ θεωρῶ τὸ μεγαλοπρεπὲς ἐκεῖνο δένδρον. ᾽Εφάνταζεν εἰς τὸ ὄμμα, ἔμελπεν εἰς τὸ οὗς, ἐψιθύριζεν εἰς τὴν ψυχὴν φθόγγους ἀρρήτου γοητείας. Οἱ κλῶνοι, οἱ ράμνοι, τὸ φύλλωμά της, εἰς τοῦ ἀνέμου τὴν σεῖσιν, ἐφαίνοντο ὡς νὰ ψάλλωσι μέλος ψαλμικόν, τὸ «Ὡς ἐμεγαλύνθην…». Μ’ ἔθελγε, μ’ ἐκάλει ἐγγύς της. ᾽Επόθουν νὰ πηδήσω ἀπὸ τοῦ ὑποζυγίου, νὰ τρέξω πλησίον της, νὰ τὴν ἀπολαύσω, νὰ περιπτυχθῶ τὸν κορμὸν της, ὅστις θὰ ἦτο ἀγκάλιασμα διὰ πέντε παιδιὰ ὡς ἐμέ, καὶ νὰ τὸν φιλήσω. Νὰ προσπαθήσω ν’ ἀναρριχηθῶ εἰς τὸ πελώριον στέλεχος, τὸ ἀδρὸν καὶ ἀμαυρόν, ν’ ἀναβῶ εἰς τὸ σταύρωμα τῶν κλάδων της ν’ ἀνέλθω εἰς τοὺς κλώνους, νὰ ὑψωθῶ εἰς τοὺς ἀκρέμονας. Καὶ ἄν δὲν μ’ ἐδέχετο καὶ ἄν μ’ ἀπέβαλλεν ἀπὸ τὸ σῶμα της καὶ μ’ ἔρριπτε κάτω, ἂς ἔπιπτον νὰ κυλισθῶ εἰς τὴν χλόην της, νὰ στεγασθῶ ὑπὸ τὴν σκιάν της, ὑπὸ τὰ ἀετώματα τῶν κλώνων της, τὰ ὅμοια μὲ στέμματα Δαβὶδ θεολήπτου.[…].
Ὅλην τὴν νύκτα, κοιμώμενος καὶ ἀγρυπνῶν, ὠνειρευόμην τὴν δρύν, τὴν θεσπεσίαν καὶ ὑψηλήν… Τὴν πρωίαν ἐκείνην τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, καθὼς εἶχεν εὐωδιάσει ὁ ναΐσκος ἀπὸ δάφνας καὶ λιβανωτίδας καὶ εἶχε κρουσθῆ τρελὰ ἀπὸ παιδικὰς χεῖρας ὁ μικρὸς κώδων ὁ ὑπεράνω τοῦ γείσου τῆς στέγης τῆς πλακοσκεποῦς, χαιρετίζων τὸ «Ἀνάστα ὁ Θεός», τὸ ὁποῖον ἔψαλλεν ὁ παπὰς ραίνων τοὺς πιστοὺς μὲ πέταλα ρόδων καὶ ἴων… εἶτα, πρὶν ἀπολύσῃ ἡ λειτουργία ἐγὼ ἔγινα ἄφαντος.
Διὰ πλαγίου κρυφοῦ δρομίσκου, τὸν ὁποῖον εἶχον ἀνακαλύψει τὴν προτεραίαν, ἤρχισα νὰ ἀνέρχωμαι τὴν ράχιν τοῦ βουνοῦ διευθυνόμενος πρὸς τὸ μέρος, ὅπου εὑρίσκετο ἡ βασιλικὴ δρῦς. ᾽Επίστευα, ὅτι ἐγνώριζον καλὰ τὸν δρόμον.
ᾞτο ὅλη ἡ ὁδὸς ἀνωφερὴς κι ἐγὼ ἔτρεχον, ἔτρεχον, διὰ νὰ φθάσω ταχέως, ν’ ἀσπασθῶ τὴν ἀγαπημένην μου καὶ ταχέως πάλιν νὰ ἐπιστρέψω, φανταζόμενος, ὅτι ἡ ἀπουσία μου τότε δὲν θὰ παρετηρεῖτο καὶ δὲν θὰ εἶχον ν’ ἀκούσω ἐπιπλήξεις ἀπὸ τοὺς οἰκείους.
Πρὸ ἐμοῦ εἶχον ἀναχωρήσει ἀπὸ τὸ ποιμενικὸν σκήνωμα ὀλίγοι ἐκ τῆς τάξεως τῶν βοσκῶν, ἀπερχόμενοι εἰς τὴν πολίχνην, διὰ νὰ κομίσωσιν ἀρνία καὶ τυρίον εἰς τοὺς κολίγας, ἀποφέρωσι δὲ ἄλλα ὁψώνια ἐκ τῆς πόλεως. Οὗτοι θὰ ἐπέστρεφον πρὸς ἑσπέραν καὶ δὲν ἦτο πιθανὸν νὰ συναντήσω τινάς καθ’ ὁδόν. Πλὴν παρ’ ἐλπίδα εἶδον μακρόθεν ἄλλους ἐρχομένους πρὸς τὰ ἐδῶ, συνοδείᾳ γυναικῶν καὶ παιδίων καὶ ὑποζυγίων· οὗτοι ἤρχοντο ἐκ τῆς πόλεως, διὰ νὰ συνεορτάσωσιν ἐν τῇ ἐξοχῇ πλησίον τῶν συγγενῶν των, τῶν βοσκῶν.
Πάραυτα ἐξετράπην τῆς ὁδοῦ καὶ ἔσπευσα νὰ κρυβῶ ὄπισθεν πυκνῶν θάμνων. Οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι ἄν μὲ συνήντων μεμονωμένον μακρὰν τῶν γονέων μου, πορευόμενον ἄγνωστον ποῦ, θὰ ἐπαραξενεύοντο καὶ ἄν δὲν μ’ ἔπειθον νὰ κατέλθω μετ’ αὐτῶν εὐθὺς ὀπίσω, ἐξ ἅπαντος θὰ μὲ κατήγγελλον κάτω εἰς τὸ Μέγα Μανδρί. Ἤμην ἕνδεκα ἐτῶν παιδί.
Ἐκεῖνοι ταχέως ἀντιπαρῆλθον κι ἐγὼ ἀνέλαβα τὸν δρόμον μου, ἀλλὰ μετ’ ὀλίγον τὸν ἔχασα. Εἰς ἕν σταυροδρόμιον, ὅπου ἔφθασα, ἐπῆρα τὸν δρόμον ἀριστερά, τὸν ὑψηλότερον, καὶ ἀσθμαίνων ἔφθασα εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ. Πλὴν ἡ μεγάλη δρῦς ὑπῆρξεν εὐεργέτις μου καὶ κηδεμών μου. Αὕτη μ’ ἐξήγαγεν ἐκ τῆς ἀπάτης, ἐφαίνετο δὲ ὡς νὰ μοῦ ἔνευε μακρόθεν καὶ μὲ ὡδήγει νὰ ἔλθω πλησίον της.
Καθὼς τὴν εἶδα χαμηλότερα, δεξιόθεν, ἀρκετὰ μακράν, ἄφησα τὸν δρομίσκον εἰς τὸν ὁποῖον ἔτρεχα καὶ στραφεὶς πρὸς δυσμὰς ἤρχισα νὰ κατέρχωμαι μέσῳ τῶν ἀγρῶν, ὑπερπηδῶν αἰμασιάς, χάνδακας, φραγμοὺς θάμνων καὶ βάτων, σχίζων τὰς σάρκας μου, αἱμάσσων χεῖρας καὶ πόδας… Τέλος ἔφθασα πλησίον τῆς ποθητῆς νύμφης τῶν δασῶν.Ἤμην κατάκοπος, κάθιδρος καὶ πνευστιῶν. Ἅμα ἔφθασα, ἐρρίφθην ἐπὶ τῆς χλόης, ἐκυλίσθην ἐπάνω εἰς παπαροῦνες καὶ χαμολούλουδα. Ἀλλ’ ὅμως ᾐσθανόμην κρυφὴν εὐτυχίαν, ὀνειρώδη ἀπόλαυσιν. Ἐρρέμβαζον, ἀναβλέπων εἰς τοὺς κλώνους της τοὺς κραταιοὺς καὶ ἀνοιγόκλειον ἡδυπαθῶς τὰ χείλη εἰς τὴν πνοὴν τῆς αὔρας της, εἰς τὸν θροῦν τῶν φύλλων της. ῾Εκατοντάδες πουλιῶν ἀνεπαύοντο εἰς τοὺς κλώνους της, ἔμελπον τρελὰ τραγούδια… Δρόσος, ἄρωμα καὶ χαρμονὴ ἐθώπευον τὴν ψυχήν μου.
Ἤμουν ἀποσταμένος καὶ δὲν εἶχον κοιμηθῆ καλὰ τὴν νύκτα. ῾Ο ὕπνος μοῦ ἔλειπεν. Εἰς τὴν σκιὰν τοῦ πελωρίου δένδρου, ἐν μέσῳ τῶν μηκώνων του τῶν κατακοκκίνων, ὁ Μορφεὺς ἦλθε καὶ μ’ ἐβαυκάλισε καὶ μοὶ ἔδειξεν εἰκόνας ὡς εἰς περίεργον παιδίον.
Μοῦ ἐφάνη, ὅτι τὸ δένδρον -ἔσῳζον καθ’ ὕπνον τὴν ἔννοιαν τοῦ δένδρου- μικρὸν κατὰ μικρὸν μετέβαλλεν ὄψιν, εἶδος καὶ μορφήν. Εἰς μίαν στιγμὴν ἡ ρίζα του μοῦ ἐφάνη ὡς δύο ὡραῖαι κνῆμαι, κολλημέναι ἡ μία ἐπάνω εἰς τὴν ἄλλην, εἶτα μετ’ ὀλίγον ἐξεκόλλησαν καὶ ἐχωρίσθησαν εἰς δύο˙ ὁ κορμὸς μοῦ ἐφάνη, ὅτι διεπλάσσετο καὶ ἐμορφοῦτο εἰς ὀσφύν, εἰς κοιλίαν καὶ στέρνον· οἱ δύο παμμέγιστοι κλάδοι μοῦ ἐφάνησαν ὡς δύο βραχίονες, χεῖρες ὀρεγόμεναι τὸ ἄπειρον, εἶτα κατερχόμεναι συγκαταβατικῶς πρὸς τὴν γῆν, ἐφ’ ἧς ἐγὼ ἐκείμην˙ καὶ τὸ βαθύφαιον, ἀειθαλὲς φύλλωμα μοῦ ἐφάνη ὡς κόμη πλουσία κόρης, ἀναδεδημένη πρὸς τ’ ἄνω, εἶτα λυομένη, κυματίζουσα, χαλαρουμένη πρὸς τὰ κάτω.
Τὸ πόρισμά μου τὸ ἐν ὀνείρῳ ἐξαχθὲν καὶ εἰς λῆρον ἐν εἴδει συλλογισμοῦ διατυπωθέν, ὑπῆρξε τοῦτο. «Ἄ! δὲν εἶναι δένδρον, εἶναι κόρη˙ καὶ τὰ δένδρα, ὅσα βλέπομεν εἶναι γυναῖκες!»
῞Οταν μετ’ ὀλίγον ἐξύπνησα, ὡς συνέχειαν τοῦ ὀνείρου ἔσχον ἐν νῷ, τὴν ἀνάμνησιν τῆς ἱστορίας τοῦ τυφλοῦ, τὸν ὁποῖον ὁ Χριστὸς ἐθεράπευσε, καθὼς εἶχον ἀκούσει τὸν διδάσκαλόν μας εἰς τὴν Ἱερὰν Ἱστορίαν: «Κατ’ ἀρχὰς μὲν εἶδε τοὺς ἀνθρώπους ὡς δένδρα· δεύτερον δὲ τοὺς εἶδε καθαρά…»
Πλὴν δὲν ἐξύπνησα ἀκόμη, πρὶν ἀκούσω τί ἔλεγε τὸ φάσμα. Ἡ κόρη -ἡ δρῦς- εἶχε λάβει φωνὴν καὶ μοὶ ἔλεγε:
– Εἰπὲ νὰ μοῦ φεισθοῦν, νὰ μὴ μὲ κόψουν…, διὰ νὰ μὴ κάμω ἀκουσίως κακόν. Δὲν εἶμ’ ἐγὼ νύμφη ἀθάνατος· θὰ ζήσω ὅσον αὐτὸ τὸ δένδρον….
Ἐξύπνησα ἔντρομος κι ἔφυγον… Ἦτο ἤδη μεσημβρία καὶ ὁ ἥλιος ἐμεσουράνει. ῎Εκαιεν ὑψηλά, ὑπεράνω τῆς κορυφῆς τῆς δρυός, ἥτις ἦτο σκιὰ ἀδιαπέραστος… Ἀπὸ τὸν ἀντικρυνὸν λόφον ἤκουσα φωνὴν νὰ μὲ καλῇ ἐξ ὀνόματος.
Ἦτο εἷς μικρὸς βοσκὸς μὲ τὴν κάπαν του, μὲ τὴν στραβολέκαν του καὶ μὲ δέκα αἶγας, τὰς ὁποίας ὡδήγει. Μοῦ ἐφώναξεν, ὅτι ὁ πατήρ μου μὲ ἀνεζήτει ἀνήσυχος καὶ νὰ τρέξω νὰ φθάσω ταχέως ἐκεῖ κάτω…
Δὲν ἐννόησα τίποτε ἀπὸ τὸ μαντικὸν ὄνειρον. Ἀργὸτερα ἐδιδάχθην ἀπὸ ἐγχειρίδιον Μυθολογίας, ὅτι ἡ Ἁμαδρυὰς συναποθνῄσκει μὲ τὴν δρῦν, ἐν ᾗ εὑρίσκεται ἐνσαρκωμένη…
Μετὰ πολλὰ ἔτη, ὅταν ξενιτευμένος ἀπὸ μακροῦ ἐπέστρεψα εἰς τὸ χωρίον μου κι ἐπεσκέφθην τὰ χωρία ἐκεῖνα, τὰ προσκυνητάρια τῶν παιδικῶν ἀναμνήσεων, δὲν εὗρον πλέον οὐδὲ τὸν τόπον, ἔνθα ἦτο ποτὲ ἡ Δρῦς ἡ Βασιλική, τὸ πάγκαλον καὶ μεγαλοπρεπὲς δένδρον, ἡ νύμφη ἡ ἀνάσσουσα τῶν δρυμώνων.
Μία γραῖα μὲ τὴν ρόκαν της, μὲ δύο προβατίνας, τὰς ὁποίας ἔβοσκεν ἐντὸς ἀγροῦ πλησίον, εὑρίσκετο ἐκεῖ, καθημένη ἔξωθεν τῆς μικρᾶς καλύβης της.
῞Οταν τὴν ἠρώτησα τί εἶχε γίνει τὸ « Μεγάλο Δένδρο », τὸ ὁποῖον ἦτο ἕναν καιρὸ ἐκεῖ, μοῦ ἀπήντησεν:
– Ὁ σχωρεμένος ὁ Βαργέντης τὸ ἔκοψε… μὰ κι ἐκεῖνος δὲν εἶχε κάμει νισάφι μὲ τὸ τσεκούρι του˙ ὅλα θεόρατα δένδρα, τόσα σημαδιακὰ πράματα. Σὰν τόκοψε κι ὕστερα, δὲν εἶδε προκοπή. Ἀρρώστησε καὶ σὲ λίγες μέρες πέθανε… Τὸ Μεγάλο Δένδρο ἦταν στοιχειωμένο.
II).Ο Νικηφόρος Βρεττάκος εμπνεύστηκε από τη «βασιλική δρυ» και αφιέρωσε ποιητική συλλογή του σ’ αυτή. Το διήγηµα του Αλέξανδρου Παπαδιαµάντη «Υπό την βασιλικήν δρυν» και η «Βασιλική δρυς» του Νικηφόρου Βρεττάκου προσφέρονται για µία συνανάγνωση. Δύο είδη λόγου, δυο λογοτέχνες, ένας πεζογράφος κι ένας ποιητής, συνδέονται με τη «βασιλική δρυ». Ο Παπαδιαμάντης με τη μεταμόρφωση του δέντρου σε γυναικεία μορφή, παγανιστική και χριστιανική συνάμα, δίνει όλα τα στοιχεία της θρησκευτικότητας και της λατρείας της φύσης. Ο Βρεττάκος στο ποίημά του αναδεικνύει τη βελανιδιά σε σύμβολο αντίστασης.
Βασιλική δρυς
Ατάραχη στην κρίσιμη ώρα σου, περίβλεπτη και αυστηρή,
όρθια πάνω στο ξάγναντο, μαντηλωμένη με το λυκόφως,
αδιάφορη κι ευγενής, οικεία και ακατάδεχτη,
ήρθε η ώρα να πέσεις. Η ιστορία σου τέλειωσε,
η ζωή σου η έμορφη. Ματαιότης, το ξέρω,
δεν υπάρχει εδώ· τουλάχιστο αυτό
εσύ μου το δίδαξες. Κι ιδού: ως την ύστερη
στιγμή σου δεσπόζουσα και γαλήνια, σε λίγο
θα φέρεσαι ακάθεκτη προς τα κάτω· κι η πτώση σου
δε θα ‘ναι παρά ως να φέρεσαι πάνω
σ’ ένα άρμα χρυσό – μεγαλείο ζωής,
που καλύπτει το θάνατο.
………..Φορούσες λαμπρό
εορτάσιμο ιμάτιο το φως του ηλίου
γύρω απ’ τους κλώνους σου. Σ’ αγκάλιαζε η θύελλα.
Στον ουρανό από κεραυνούς περιχαρακωμένη
ήρθαν νύχτες που έλαμπες σα μια πολιτεία.
Κοπάδια πουλιών και κομμάτια χρωμάτων
ξεκουράστηκαν πάνω σου. Αγκιστρωθήκαν
ομίχλες. Σε βάλαν σημάδι οι διάττοντες.
Αλλά, ιδού: αυτό είναι ο χρόνος.
Χωρίς να προδίνεσαι, κυρίαρχη πάντοτε,
δίχως μουρμούρισμα ή σκίρτημα, δίχως παράπονο,
τα ιμάτιά σου λικνίζοντας θα πέσεις σε λίγο
γενναία κι ασυμβίβαστη. Στον άδειο σου χώρο
θα κατεβούνε αετοί να σε αναζητήσουν.
Και τα βουνά θα σε βλέπουν ακόμα στη θέση σου,
ενώ δεν θα είσαι.
………..(Σε αγαπούσα Παντάνασσα!
Ήμουν τέσσερω ή πέντε χρονών όταν έπεσες όπως
ένα κομμάτι απ’ το μέγα στερέωμα. Άδειασες ένα
μέρος του ορίζοντα κι έμεινε ο Έσπερος
ξεκρέμαστος πάνω σου, μόνος, φιλέρημος.
Έτρεξα κλαίγοντας κι έσκυψα πάνω
στο άγιο σου σκήνωμα να σε πάρω απ’ το χώμα,
να σε υψώσω όπως ήσουνα μες στην καρδιά μου.
Συγκεντρωμένος στο ύψος που σ’ έταξε η μοίρα σου,
όρθιος στο ξάγναντο, να πάρω τη θέση σου.)
[Από τη συλλογή Βασιλική δρυς (1959) του Νικηφόρου Βρεττάκου.
Πηγή: Νικηφόρος Βρεττάκος, H Eκλογή μου, Ποιήματα 1933-1991, εκδ. Ποταμός, 2008]
III). Τίτος Πατρίκιος, Αλληγορία
«Δρυός πεσούσης πᾶς ἀνήρ ξυλεύεται». Μετάφραση: Όταν πέσει η βελανιδιά ο καθένας κόβει ξύλα. Ο ποιητής Τίτος Πατρίκιος στηριζόμενος σε αυτή τη ρήση, αναφέρεται στην πτώση μιας βελανιδιάς. Και στην αντιμετώπισή της από διάφορες ομάδες ανθρώπων. Με ένα ασύνδετο σχήμα τονίζει την διαφορετική αντιμετώπιση: Άλλος… άλλος… άλλος… άλλος… άλλος… Το ποίημα έχει αλληγορική σημασία. Αναφέρεται στην πολιτική κατάσταση της εποχής που εκδίδεται, το 1974.Είναι περίοδος της δικτατορίας.
Σαν έπεσε η βελανιδιά
άλλοι κόψανε ένα κλαδί, το μπήξανε στο χώμα
καλώντας για προσκύνημα στο ίδιο δέντρο,
άλλοι θρηνούσαν σ’ ελεγεία
το χαμένο δάσος, τη χαμένη τους ζωή,
άλλοι φτιάχνανε συλλογές από ξεραμένα φύλλα
τις δείχνανε στα πανηγύρια βγάζανε το ψωμί τους,
άλλοι διαβεβαίωναν τη βλαπτικότητα των φυλλοβόλων
διαφωνώντας όμως στο είδος ή και στην ανάγκη αναδάσωσης,
άλλοι, μαζί κι εγώ, υποστήριζαν πως όσο υπάρχουν
γη και σπόροι υπάρχει δυνατότητα βαλανιδιάς.
Το πρόβλημα του νερού παραμένει ανοιχτό.
IV). Ποίηση για τη βελανιδιά του Ξηρομέρου
Στις νότιες υπώριες των Ακαρνανικών βουνών, μεταξύ λίμνης Οζερού, του ποταμού Αχελώου και του Ιονίου πελάγους υπάρχει μια λοφώδης περιοχή που καλύπτεται από το μεγαλύτερο σε έκταση δάσος ήμερης βελανιδιάς στην Ελλάδα. Τον τεράστιο αυτό δασικό όγκο, που καταλαμβάνει περίπου 130.000 στρέμματα, οι ντόπιοι ονόμασαν Βελανιδοδάσος Ξηρομέρου. Η ήμερη βελανιδιά είναι ένα δυνατό και μεγαλοπρεπές δέντρο της Ανατολικής Μεσογείου που από παλιά χρησιμοποιήθηκε πολύ από τον άνθρωπο γι’ αυτό και ονομάστηκε ήμερη. [Βλέπετε: Β. Βλάμη, Στ. Ζόγκαρης, Π. Δ. Δημόπουλος, Βελανιδοδάσος Ξηρομέρου Αιτωλοακαρνανία, Οικοτουριστικός οδηγός, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων-Σύλλογος Φίλων της Βελανιδιάς και Περιβάλλοντος «Αμαδρυάδα». Υ.ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ 2003, σελίδα 6].
Ο Χρήστος Σπ. Ζώγας, ένας ποιητής από την Παλαιομάνινα, έζησε μέσα στο βελανιδοδάσος και στα παρακάτω ποιήματά του αποτυπώνει τη βιωμένη εμπειρία του. Στο πρώτο αναφέρεται στην ομορφιά και την αξία του δέντρου, όπως την έζησε ως παιδί στο δάσος του Ξηρομέρου. Στο δεύτερο αναφέρεται στη συγκομιδή του βελανιδιού. Το «μάνα» του Ξηρομέρου, όπως το χαρακτηρίζει ο λαογράφος Γεράσιμος Η. Παπατρέχας. Τα ποιήματα δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Παλαιομάνινα», αριθμός φύλλου 4, Ιούλιος-Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2010.
Η βελανιδιά
Σε δάσος βαλανιδιάς περπάτησα,
από μικρό παιδί, στον τόπο που γεννήθηκα,
πολλές εικόνες στο μυαλό μου κράτησα
κάποιες φορές αναρριχήθηκα.
Το μαγικό των φύλλων της το θρόισμα
άκουσα στον απέραντο δρυμώνα,
στρογγυλόκορφα δέντρα είδα ώριμα
ηλικίας που περνούν πολύ και τον αιώνα.
Κλαδιά γερά πλατιά μακριά ’πλωμένα,
που πάνω τους ξαποστάζουν, διάφορα πουλιά,
μ’ αντίσταση γιγάντια γρανιτένια,
στις θύελλες τους ανέμους τη φωτιά.
Βαλανιδιά συχνά στη γη πεσμένη,
θύμα κάποιου υλοτόμου φονιά,
των καρπών η αξία μειωμένη
τόσο δεν σε υπολογίζουν τώρα πια.
Στου ανθρώπου κόντρα την αναλγησία,
η κίσσα παραμένει πιστή σου αρωγός,
τ’ όφελος για κείνη για σένα ευεργεσία,
τους σπόρους σου στο ξέφωτο, μεταφέρει συνεχώς.
Γιατ’ είσαι δέντρο κατεξοχήν φωτόφιλο,
για την ανάπτυξη,του ήλιου χρειάζεσαι το φως,
στον ίσκιο οι σπόροι σου αν πέσουνε ανώφελο,
μαραίνονται δεν ευδοκιμούνε δυστυχώς.
Βαλανιδιά μας, όπως και να γίνει,
πάντα να ξέρεις στο προσκήνιο θα μείνεις,
εύκολη στη φύτευση, ο σπόρος σου δεν κοστίζει,
για την αναδάσωση, το δέντρο το σωτήριο θα γίνεις.
Η συγκομιδή του βελανιδιού
Προτού η μέρα καλά να χαράξει
το χωριό βρισκόταν ήδη στο πόδι,
βελανίδι με δροσιά να τινάξει
πριν το λιοπύρι γερά να φουντώσει.
Όλα τα δένδρα σχεδόν μετρημένα
τεμάχιο του όλου είχ’ ο καθένας,
αρμονικά μ’ επεισόδιο κανένα
μόνο με Ζαβιτσάνους, καβγάς συνέβη ένας.
Κάποιοι ήταν σωστοί ακροβάτες
στο δένδρο σαν να’ταν στο χώμα πατούσαν,
στων κλαδιών μπορούσαν,έως τις άκρες
να φθάσουν, πολλές φορές τραγουδούσαν.
Στο μάζεμα ο κόπος μάλλον πιο λίγος
το μόνο εμπόδιο θα λέγαμ’εδώ,
η φλομίδα κι ο άγριος πρίνος
η φυλλωσιά του κεντρί κοφτερό.
Στο τέλος ερχόταν μία η άλλη
το χρέος βραχνάς ποτέ κερδισμένος,
δράμι γινόταν η οκά στον μπακάλη
κι όμως ήσουν ευχαριστημένος.
V).Ένας μύθος του Αισώπου
Ο μύθος αναφέρεται στη βελανιδιά και στην καλαμιά και στη στάση τους απέναντι στο σφοδρό αέρα. Η βελανιδιά τόλμησε να προβάλει αντίσταση με όλο τον όγκο της και αυτό της στοίχησε το θάνατό της…
Η βελανιδιά και η καλαμιά.
Μια φορά μάλωναν η βελανιδιά και η καλαμιά ποιά είναι η πιο δυνατή, όταν ξάφνου σηκώθηκε σφοδρός άνεμος. Η καλαμιά τότε άρχισε να ταλαντεύεται και να λυγίζει μπροστά στις ριπές του ανέμου, και έτσι γλίτωσε και δεν ξεριζώθηκε. Η βελανιδιά όμως πρόβαλε αντίσταση με όλον της τον όγκο και τελικά σωριάστηκε κάτω ξεθεμελιωμένη από τις ρίζεςτης.
Το δίδαγμα του μύθου: Δεν πρέπει κανείς να τα βάζει με τους δυνατότερους.
ΔΡΥΣ ΚΑΙ ΚΑΛΑΜΟΣ
Δρῦς καὶ κάλαμος ἤριζον περὶ ἰσχύος, ἀνέμου δὲ σφοδροῦ γενομένου ὁ μὲν κάλαμος σαλευόμενος καὶ συγκλινόμενος ταῖς τούτου πνοαῖς τὴν ἐκρίζωσιν ἐξέφυγεν, ἡ δὲ δρῦς δι᾽ ὅλου ἀντιστᾶσα ἐκ ῥιζῶν κατηνέχθη.
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι οὐ δεῖ τοῖς κρείττοσιν ἐρίζειν.
VI) Ένα παιδικό τραγούδι.
Η βελανιδιά αποτέλεσε έμπνευση και για παιδικό τραγούδι. Πρόκειται για ένα παραδοσιακό τραγούδι που μέχρι σήμερα η μάνα τραγουδάει και παίζει με κινήσεις και μιμήσεις στο παιδάκι της.
Πάνω στη βελανιδιά
κάθεται μια κουκουβάγια
Έχει μάτια γουρλωτά
και φωνάζει δυνατά
Κουκουβά, κουκουβά
κου κου βα βα βα βα βα βα
Κουκουβά, κουκουβά
κου κου βα βα βα βα βα
Στης νυχτιάς τη σιγαλιά
Κάποιοι γρίλλοι τραγουδάνε
Μα η κυρία Κουκουβά
τους φωνάζει δυνατά
Κουκουβά, κουκουβά
κου κου βα βα βα βα βα βα
Κουκουβά, κουκουβά
κου κου βα βα βα βα βα!