Το Βελανιδοδάσος του Ξηρομέρου
Το Βελανιδοδάσος του Ξηρομέρου εκτείνεται σε συνολική έκταση 130.000 στρεμμάτων στη δυτική πλευρά του νομού Αιτωλοακαρνανίας, την αρχαία Ακαρνανία. Το μεγαλύτερο μέρος του βρίσκεται εντός της περιφέρειας του Δήμου Ξηρομέρου και αποτελεί το μεγαλύτερο βελανιδοδάσος των Βαλκανίων και ένα από τα μεγαλύτερα της Ευρώπης.
Η βελανιδιά ανήκει στην οικογένεια των Φηγοειδών, στην οποία περιλαμβάνονται πάνω από 500 είδη του βορείου ημισφαιρίου. Η Δρυς ή Αμαδρυάδα ήταν νύμφη που κατοικούσε στη βελανιδιά. Στην αρχαία Ελλάδα η δρυς θεωρούταν ιερό δέντρο του Δία, ιδιαίτερα στη Μακεδονία, όπως μαρτυρούν τα χρυσά στεφάνια βελανιδιάς που βρέθηκαν σε ανασκαφές (π.χ. στη Βεργίνα το στεφάνι του Φιλίππου Β΄). Είναι γνωστή η ιερή δρυς του Μαντείου της Δωδώνης (ως κατοικία του Δία), που από το θρόισμα των φύλλων της οι ιερείς έδιναν τους χρησμούς τους. Αναφέρεται δε πως η δρυς ήταν αρχικά ιερό δέντρο και του Μαντείου των Δελφών, πριν αντικατασταθεί από τη δάφνη.
Ιστορία της Ακαρνανίας ή Ξηρομέρου
Η ιστορία της περιοχής της Ακαρνανίας χάνεται στα βάθη των αιώνων και πάντα αναφέρεται ως περιοχή με πυκνά δάση βελανιδιών, αριών, καστανιών, πουρναριών, κουμαριών κ.ά. Σήμερα η περιοχή είναι κυρίως γνωστή ως Ξηρόμερο, όνομα που εμφανίστηκε για πρώτη φορά τον 15ο αιώνα στο Χρονικό των Τόκων.
Οι προϊστορικοί κάτοικοι της Ακαρνανίας ήταν προελληνικές φυλές, Κάρες και Λέλεγες. Κατά τον Στέφανο Βυζάντιο οι κάτοικοι αυτοί ονομάζονταν Τηλεβόες και η περιοχή Τηλεβοΐς. Σύμφωνα με τον Στράβωνα αργότερα οι Τηλεβόες ονομάστηκαν Τάφιοι. Κατά τη μυθολογία, με την Ακαρνανία συνδέεται και ο Σπαρτιάτης Ικάριος που ήρθε με τον αδερφό του Τυνδάρεω στην Αιτωλία. Ο Τυνδάρεως παντρεύτηκε την κόρη του Αιτωλού Θέστιου Λήδα, ενώ ο Ικάριος πήρε ως δώρο από τον συμπέθερό του την Ακαρνανία. Ο Ικάριος απέκτησε δύο γιους, τον Αλυζιέα και το Λευκάδιο, που βασίλεψαν στην Αλυζεία ή Αλυζία και στη Λευκάδα αντίστοιχα, και μια κόρη, την Πηνελόπη, την οποία παντρεύτηκε ο βασιλιάς της Ιθάκης και της Κεφαλλονιάς Οδυσσέας. Σύμφωνα με τον Όμηρο, τα κοπάδια γουρουνιών του Οδυσσέα έβοσκαν στο τεράστιο βελανιδοδάσος της Ακαρνανίας, την οποία είχε κατακτήσει ο πατέρας του Λαέρτης. Τα κοπάδια αυτά τα φύλαγε ο υπηρέτης του Οδυσσέα Εύμαιος.
Το όνομα Ακαρνανία οφείλεται στον Αλκμέωνα, ο οποίος είχε διαπράξει το αμάρτημα της μητροκτονίας και αφού εκδιώχθηκε από την Αθήνα ήρθε να κατοικήσει στις απάτητες προσχώσεις που δημιουργούσε ο ποταμός Αχελώος. Λίγο πριν από τον Τρωικό Πόλεμο, σύμφωνα με τον Στράβωνα, ο Αλκμέων νίκησε τον Αλυζιέα και το Λευκάδιο και κατέλαβε την περιοχή η οποία στη συνέχεια ονομάστηκε Ακαρνανία από τον γιο του Ακαρνάνα. Ο δεύτερος γιος του Αλκμέωνα ήταν ο Αμφότερος και ένας τρίτος ο Αμφίλοχος.
Οι Ακαρνάνες αναφέρονται ως σιδεροφορεμένοι πάντοτε, δηλαδή οπλισμένοι, γιατί κατοικούσαν μέσα στο πυκνό δάσος που ήταν επικίνδυνο, γιατί παραμόνευαν ληστές και άγρια ζώα.
Ιστορία του βελανιδοδάσους
Στην Ακαρνανία δεσπόζουν, με πορεία από βορρά προς νότο, οι Ακαρνανικές κορυφές, που αποτελούνται από ασβεστολιθικά πετρώματα και είναι σχεδόν γυμνές από δάση στα υψηλότερα σημεία, ενώ στα χαμηλότερα τους υπάρχουν αρκετά δάση από βελανιδιές, αριές και πουρνάρια (συγγενή είδη με τη βελανιδιά και τα δύο, ο καρπός τους είναι βελανίδι ή βάλανος), απομεινάρια του πυκνού δάσους της. Εξαίρεση αποτελεί το δάσος της Κεφαλλονίτικης ή μαύρης ελάτης που βρίσκεται στις βόρειες πλαγιές του Μπούμιστου. Οι υψηλότερες κορυφές των Ακαρνανικών είναι η Υψηλή Κορυφή (1.589 μ.) και ο Μπούμιστος (1.576 μ.), ακολουθούν το Περγαντί (1.423), ο Σέρεκας ή Τσέρεκας (1.171 μ.) , το Καλαβούνι (920 μ.), η Βίτσι (840 μ.), η Βελούτσα (828 μ.), κ.ά. Στα τρία τελευταία σώζονται μερικοί πυρήνες δασών βελανιδιάς.
Το μοναδικό φυσικό περιβάλλον του Ξηρομέρου υπέστη μεγάλη καταστροφή στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, που άρχισε με την υλοτόμηση του πυκνού δάσους από τους Αγγλογάλλους, με την άδεια των Οθωμανών. Τότε η περιοχή, μετά την καταστροφή των δασών της, μεταβλήθηκε σε άνυδρο τόπο, σε ξηρό μέρος, αφού τα δάση συγκρατούσαν το νερό και προκαλούσαν πολλές βροχοπτώσεις. Τότε άρχισε να επικρατεί και το όνομα Ξηρόμερο. Αναφέρεται πως το 1731 οι Γάλλοι έκαναν αποστολή ανίχνευσης του δάσους του Ξηρομέρου, με επικεφαλής τον Lentien, ξεκινώντας από την Κατούνα με σκοπό να φτάσουν στη Μάνινα με τη συνοδεία του ντόπιου καπετάν Παναγιώτη. Όμως η αποστολή δεν ολοκληρώθηκε γιατί ήρθε στην περιοχή ο κλέφτης Τρουμπούκης και έκαψε ένα χωριό κοντά στην Κατούνα και έτσι οι Γάλλοι έφυγαν έντρομοι. Από αυτό το τεράστιο δάσος βελανιδιών του Ξηρομέρου οι Αγγλογάλλοι έπαιρναν την απαραίτητη ξυλεία για να φτιάξουν τα πολεμικά τους πλοία, επειδή ήταν πολύ σκληρή και ανθεκτική. Σημαντικό προϊόν αποτελούσε και το βελανίδι (το κάλυμμα του καρπού), το οποίο εξαγόταν και χρησιμοποιούταν στη βαφή ενδυμάτων και στην επεξεργασία δερμάτων, γιατί περιέχει πολλές τανίνες. Ο καρπός χρησιμοποιούταν ως ζωοτροφή.
Τον 17ο αιώνα ολόκληρη η περιοχή του Ξηρομέρου αιώνα χαρακτηρίζεται από τον περιηγητή Εζέ σαν ένα «εκτεταμένο απροσπέλαστο δάσος». Ο περιηγητής Πουκιεβίλ τοποθετεί το ονομαζόμενο δάσος Λυκοδόντι, που ανήκε στον Σουλτάνο, ανάμεσα στα χωριά Βάρνακα, Κανδήλα, Χρυσοβίτσα και Μπαμπίνη (Αϊ-Γιώργη Πόρτας). Ένα τμήμα του δάσους στην περιοχή ονομαζόταν δάσος της Λάμιας, γιατί ήταν το πιο πυκνό και σκοτεινό της περιοχής και αποτελούσε μόνιμο καταφύγιο κλεφτών και ληστών. Το πυκνότερο μάλιστα σημείο του δάσους ήταν γύρω από τη Μονή Λιγοβιτσίου. Ο Ληκ έγραψε πως εκεί βρίσκονταν οι υψηλότερες βελανιδιές της Ελλάδας, ενώ σε μερικά σημεία υπήρχαν ολόκληροι δρυμοί αποκλειστικά με αριές και καστανιές. Εξ αιτίας της πυκνότητάς του επί Τουρκοκρατίας αποτελούσε συχνά καταφύγιο κλεφτών, όπως ο Κατσαντώνης, ο Τσιτσώνης, ο Μηλιώνης κ.ά.
Μετά την Απελευθέρωση το κράτος έδωσε δικαιώματα συλλογής του καρπού στους κατοίκους όλων των χωριών του Ξηρομέρου, εκτός των νέων χωριών Αγράμπελο (Νταγιάντα), Παλαιομάνινα (Κουτσομπίνα), Στρογγυλοβούνι (Καλέτζι), Στουρνάρι και Γουριώτισσα (Κατσαρού). Τα χωριά αυτά δημιουργήθηκαν μετά το 1860, όταν τους παραχωρήθηκαν δημόσιες εκτάσεις για μόνιμη εγκατάσταση. Μέχρι τότε ζούσαν ως σκηνίτες νομάδες κτηνοτρόφοι. Αυτό οδήγησε σε προστριβές μεταξύ των κατοίκων των νέων χωριών και αυτών που είχαν δικαίωμα συλλογής. Αυτά, τα νέα χωριά, είχαν δημιουργηθεί μέσα στο βελανιδοδάσος και πολλές φορές μάζευαν κρυφά βελανίδι. Οι περισσότεροι από αυτούς δούλευαν ως αγωγιάτες μεταφέροντας το βελανίδι στις αποθήκες. Αργότερα τους δόθηκε δικαίωμα συλλογής και τους παραχωρήθηκαν εκτάσεις του δάσους.
Μέχρι το πρώτο μισό του 20ού αιώνα το βελανιδοδάσος εκτεινόταν μέχρι τον Άγιο Γεώργιο Πόρτας Μπαμπίνης, αφού υπάρχουν στοιχεία εκμετάλλευσής του από τους κατοίκους των γύρω οικισμών. Η καταστροφή του τεραστίου βελανιδοδάσους του Ξηρομέρου ολοκληρώθηκε τη Μεταπολεμική περίοδο, με τις άδειες υλοτόμησης που παραχώρησε το Ελληνικό Δημόσιο, κυρίως για τη δημιουργία καλλιεργήσιμων εκτάσεων για σιτηρά. Στη λύση αυτή οδήγησαν την Κυβέρνηση οι νωπές μνήμες από την πείνα της Κατοχικής περιόδου και κυρίως αυτής του 1940-41. Ένα μεγάλο μέρος του δάσους της περιοχής της Μάνινας είχε καταστραφεί από το 1931 από μια εταιρεία που είχε εξασφαλίσει άδεια υλοτόμησης. Για την καταστροφή αυτή οι κάτοικοι της επαρχίας συγκεντρώθηκαν στις 26 Σεπτεμβρίου 1931 στον Αστακό και εξέδωσαν ψηφίσματα διαμαρτυρίας τα οποία απέστειλαν στον υπουργό Εθνικής Οικονομίας και για δημοσίευση σε εφημερίδες των Αθηνών.
Σχεδόν ολόκληρα χωριά μετοικούσαν στα τεμάχιά τους το φθινόπωρο και άρχιζαν τη συλλογή του πολύτιμου προϊόντος. Οι τιναχτάδες με μακριούς λούρους (μακριά ραβδιά) έριχναν κάτω τον καρπό και το κάλυμμα, οι από κάτω το ξεδιάλεγαν και το έβαζαν σε σακιά. Από τις περιοχές μαζέματος το κάλυμμα του βελανιδιού μεταφερόταν με ζώα σε αποθήκες στον Άγιο Παντελεήμονα και στον Αστακό και από εκεί, αφού ωρίμαζε, φορτωνόταν σε φορτηγά πλοία. Η συλλογή βελανιδιού σιγά-σιγά σταμάτησε τη δεκαετία του ’70, αφού τα υποπροϊόντα του αντικαταστάθηκαν από νέα χημικά προϊόντα (βαφές και προϊόντα κατεργασίας δερμάτων).
Το βελανιδοδάσος σήμερα
Οι ορεινοί όγκοι των Ακαρνανικών και οι λοφοσειρές δημιουργούν ανάμεσά τους μακριές κοιλάδες, με πιο μεγάλη αυτή που εκτείνεται από τις υπώρειες των λόφων της Τρύφου και φτάνει μέχρι το Λεσίνι (στην αρχαία λίμνη Κυνία). Στο νότιο τμήμα της κοιλάδας, από την Μπαμπίνη και κάτω, σώζεται και το πιο σημαντικό απομεινάρι του ακαρνανικού δάσους. Ο πιο πυκνός πυρήνας του εκτείνεται στη λοφοσειρά από το Λιγοβίτσι, τη Μάνινα και μέχρι τον κάμπο του Λεσινίου. Ανατολικά φτάνει μέχρι τη λίμνη Οζερό και τον Αχελώο και δυτικά από τον κάμπο της Χρυσοβίτσας έως και το Βασιλόπουλο. Την κοιλάδα, από την Παπαδάτου έως το Λεσίνι, διατρέχει ο ξεροπόταμος Γερομπόρος, ο αρχαίος ποταμός Άναπος, που παλαιότερα είχε νερά καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους και ενωνόταν με έναν άλλον ποταμό που διέτρεχε την κοιλάδα του Αετού και κατέληγε στην περιοχή της Μπαμπίνης, απ’ όπου τα νερά κατέληγαν στη λίμνη του Λεσινίου. Κατά περιοχές στο Ξηρόμερο σώζονται ακόμη αρκετοί πυρήνες βελανιδιών, όπως στο οροπέδιο Ντοβρά, στο βουνό Βίτσι, στη Ντοργοβίτσα, στον κάμπο του Αετού και αλλού, που φτάνουν μέχρι τις ακτές του Ιονίου.
Στο διασωθέν δάσος του Ξηρομέρου σήμερα κυριαρχεί η ήμερη βελανιδιά ή βαλανιδιά ή δρυς (Quercus macrolepis ή aegilops), με δευτερεύοντα είδη της χνοώδη, τη μακεδονική και την ποδικοσφόρο. Δρυς είναι η ελληνική ονομασία της βελανιδιάς ή βαλανιδιάς (από το βάλανος, που είναι ο καρπός της
Μέσα βελανιδοδάσος του Ξηρομέρου βρίσκονται αρκετοί αρχαιολογικοί χώροι, όπως οι πόλεις Σαυρία, Μητρόπολη, Κόροντα, Δυριείς, Οινιάδες και χριστιανικοί ναοί και μονές (ερειπωμένοι ή όχι), ερειπωμένοι οικισμοί και νεώτερα χωριά. Νότια βρίσκεται ο κάμπος του Λεσινίου -που προήλθε από την αποξήρανση της ομώνυμης λίμνης, της αρχαίας Κυνίας- και ο Μαγκαναύλακος ή αύλακας του Μαγκανιάρη, στις εκβολές του οποίου ο γραφικός οικισμός Βαλτί. Στο βελανιδοδάσος του Ξηρομέρου έχουν καταγραφεί βελανιδιές έως και 800 ετών και περίπου 250 είδη γηγενών φυτών, μεταξύ των οποίων και πολλά σπάνια (η παιώνια, ορχιδέες, άγριο δίκταμο κ.ά.) πολλά θηλαστικά και πτηνά. Όλα αυτά συγκροτούν ένα σημαντικό οικοσύστημα με πλούσια βιοποικιλότητα και χρήζει προστασίας.
Βιβλιογραφία
Αρχοντίδης Αντ. Η Βενετοκρατία στη Δυτ. Ελλάδα 1684-1699. Θεσσαλονίκη 1983.
Ασωνίτης Σπύρος Ν. Το Νότιο Ιόνιο κατά τον Όψιμο Μεσαίωνα. Αθήνα, 2005.
Γ. Μ. «Περί Γκαραγκούνιδων». Πανδώρα, 1861.
Γαζέτας Χρ., Μπαρμπαρούσης Γ. Σ. «Βλυζιανά: στην καρδιά του Ξηρομέρου». Η Βελανιδιά, τευχ. 3, Ιαν.-Μαρτ. 2004.
Γαζέτας Χρ.-Μπαρμπαρούσης Γ. Σ. «Γουριώτισσα: το χωριό του δάσους». Η Βελανιδιά τευχ. 2 (Οκτ.-Δεκ. 2003)
Γαζέτας Χρ.-Μπαρμπαρούσης Γ. Σ. «Πρόδρομος: το χωριό του δάσους». Η Βελανιδιά. τευχ. 1 (Αυγ.-Οκτ. 2003).
Γιαννακοπούλου Ελένη. Κ. Γαλλοελληνική εκμετάλλευση δασών στην Δυτική Ελλάδα. Αθήνα, 1982.
Ζιάγκος Ν. Γ. Φεουδαρχική Ήπειρος και Δεσποτάτο της Ελλάδας. Αθήνα, 1974.
Κολιόπουλος Γιάννης. Ληστές: η κεντρική Ελλάδα στα μέσα του 19ου αιώνα. Αθήνα, 1979.
Κοντοπάνος Νάσος. Οι άξιοι. Αθήνα, 2003.
Κρυστάλλης Κώστας Δ. Οι βλάχοι της Πίνδου. Αθήνα: Νέα Μέλισσα, 1952.
Μιτάκης Διονύσιος Λ. «Λεσίνι, η Κυνία των αρχαίων». Πλάτων, τ. ΚΓ’ (1971)
Μπαρμπαρούσης Γεώργιος Σ. «Ιερά Μονή Λιγοβιτσίου». Αιτωλοακαρνανικός Τύπος. Φ.91 (Μάρτιος 2007).
Μπαρμπαρούσης Γεώργιος. Μπαμπίνη Αιτωλοακαρνανίας. Αθήνα, 2009.
Οικοτουριστικός οδηγός Βελανιδοδάσους Ξηρομέρου. Αθήνα, 2003.
Ραγκαβής Ιάκωβος. Τα ελληνικά. Αθήνα, 1853.
Σάββας Αλέξανδρος. Μελετήματα Ξηρομέρου. Αθήνα, 1983.
Σιμόπουλος Κυρ. Πως είδαν οι ξένοι την Ελλάδα. Τομ. Γ1. Αθήνα, 1976.
«Το βελανιδοδάσος Ξηρομέρου». Η Βελανιδιά, τχ. 1 (2003).
Χαβέλλας Θεόδωρος. Α. Ιστορία των Αιτωλών. Αθήνα, 1883.
Heuzey Leon. La mont Olympe et I’Acarnanie. Paris, 1860
Leake William. M. Travels in Northern Greece. Amsterdam, 1967.
Murray W. M. The coastal sites of Western Akarnania. Pennsylvania, 1982.
Nicol Donald M. Το Δεσποτάτο της Ηπείρου, 1267-1479. Αθήνα: Ελληνική Εκδοτική, 1991.
Pouqueville F.-C.-H.L. Voyage de la Greece. Paris, 1826.