«Ο πατέρας μου καμάρωνε μ’ αυτή μου την αγάπη προς τα γιδοπρόβατα και μου ’λεγε ότι θα μου αγόραζε χίλια γίδια και χίλια πρόβατα, όταν θα γενόμουν μεγάλος και θα τέλειωνα τα γράμματα. Άλλες φορές πάλι έλεγε:
-Τι κρίμα! να μην έχω άλλο ένα παιδί, για το σπίτι, κι αυτό να το κάνω τσέλιγκα! Θα γιόμιζαν τα βουνά κι οι κάμποι από τα γιδοπρόβατά μου!…
Εκείνη την ημέρα, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, όπως είπα, με πήρε ο πατέρας μου και πήγαμε στο χειμάδι. Ήταν απάνω κάτω η ώρα, που μαζεύονταν τα γίδια, από τη μια μεριά από τον πουρναρόλογγο, και τα πρόβατα από την άλλη, από το λιβάδι. Ηύραμε εκείνη τη στιγμή έναν από τους τρεις πιστικούς μας, που έρχονταν με δυο αρνιά στα χέρια και με τις προβατίνες, τις μανάδες τους από πίσω βελάζοντας μπααααα! μπααααα!…». (Χρήστος Χρηστοβασίλης, «Ο γκιώσος μου»).
Γέννος ήταν και είναι η ωραιότερη φάση για τον κτηνοτρόφο και το κοπάδι του. Ο γέννος είναι ομορφιά της στάνης. Γεμίζει το μαντρί αρνάκια ή κατσικάκια. Αντηχούν γλυκά βελάσματα. «Αβγατίζει το κοπάδι»… Χαμογελούν οι τσοπάνηδες και οι οικογένειές τους!
Έχουμε δύο φάσεις του γέννου: Ο πρώιμος γέννος άρχιζε από το δεύτερο μισό του Νοέμβρη περίπου, για να φθάσει σχεδόν μέχρι τα Χριστούγεννα. Μπορεί και ως την Πρωτοχρονιά. Ο όψιμος από το δεύτερο μισό του Φλεβάρη μέχρι το Μάρτη. Αναφέρομαι στην παραδοσιακή κτηνοτροφία.
Κάποιες χρονιές η περιποίηση του τσοπάνη, ο καλός καιρός και η καλή τύχη, η «καλή σιγούντα», για να χρησιμοποιήσω μια ξηρομερίτικη έκφραση, κάνουν τα γιδοπρόβατα να γεννάνε δύο και τρία μικρά. Δίδυμα και σπανιότερα τρίδυμα. Αυτά στην τσοπάνικη γλώσσα λέγονται: «διπλάρκα και τριπλάρκα».
Κάποιες «παλιοχρονιές» ή «κακοχρονιές» το κοπάδι παθαίνει «αφάλιες», όπως λένε χαρακτηριστικά οι τσοπάνηδες τις αρρώστιες. Τρέμει η καρδιά τους μήπως πιάσει τις γκαστρωμένες «απόρμα», δηλαδή αποβολή. Σε τέτοιες περιπτώσεις «απορρίχνουν», δηλαδή αποβάλουν και τότε ο κόπος και ο ιδρώτας τους πάει χαμένος.
Την περίοδο που διαρκεί ο γέννος ο τσοπάνης είναι πολύ προσεκτικός και παρακολουθεί τις γίδες ή τις προβατίνες του αν βόσκουν, αν κουράστηκαν, αν είναι η ώρα της γέννας… Κοιτάζει ποια είναι ετοιμόγεννη. Μήπως γεννήσει καμιά πρωτάρα και χρειαστεί βοήθεια. Συνήθως, αυτές αφήνουν τα μικρά τους και φεύγουν. Φοβάται μην τα εγκαταλείψουν και φύγουν και τα ποδοπατήσουν τα άλλα ζωντανά. Αν τύχει και είναι στις ράχες φοβάται την αλεπού. Σε τέτοιες περιπτώσεις αρπάζει το νεογέννητο και κάνει Πάσχα! Το μάτι του τσοπάνη μένει άγρυπνο στο γέννο.
Ο τσοπάνης προσέχει πολύ την ετοιμόγεννη γίδα ή προβατίνα. Ποτέ δε θα ρίξει λιθάρι (πέτρα) να τη σταματήσει. Φοβάται μην του ξεφύγει και χτυπήσει «το πράμα» στην κοιλιά του… Σαλαγάει απλά. Σηκώνει τη γκλίτσα κάποιες φορές, χτυπάει τις πουρνάρες και τον αέρα για να δημιουργήσει θόρυβο και να ξετρυπώσει τα ζωντανά από το λόγγο.Ποτέ δεν απλώνει τη γκλίτσα στην ετοιμόγεννη. Αγωνιά μέχρι να δει το κατσίκι ή το αρνί να πέσει απ’ την κοιλιά της μάνας του και στη συνέχεια να θηλάσει.
Το θαύμα της γέννησης: Μόλις γεννηθεί το ζωάκι, «πέσει από τη μάνα του», αμέσως ο τσοπάνης θα το βάλει να θηλάσει, «να πάρει πυτιά», να «πυτιάσει», για να χρησιμοποιήσω τσοπάνικες εκφράσεις…Να β(υ)ζάξ(ει) ή «β(υ)ζοπιάσ(ει)», όπως είναι οι ξηρομερίτικες εκφράσεις.Tο ρήμα «βυζοπιάνω» το χρησιμοποιεί και μεταφορικά ο τσοπάνης: «όποιος βζοπιάσ’ δεν αστοχάει!», λέει χαρακτηριστικά ο κουμπάρος μας, Γεράσιμος Δουκανίκης, τσοπάνης από τα Βλυζιανά Ξηρομέρου. Δηλώνει με αυτό τον απλό λαϊκό λόγο το δέσιμο του τσοπάνη με τα ζωντανά…
Το κάθε νεογέννητο τις πρώτες μέρες από το γέννο θέλει προσοχή. Πρέπει ο κτηνοτρόφος να διαπιστώσει αν είναι φαγωμένο. Αν έχει βυζάξει δηλαδή. Περνάει το χέρι του, την παλάμη κάτω από την κοιλιά και καταλαβαίνει αν έχει φάει. Τότε το αφήνει ήσυχο. Αν δεν έχει θηλάσει, το παίρνει και ψάχνει να βρει τη μάνα του. Της το ρίχνει και επιβλέπει το θήλασμα…
Η δυσκολία της γέννας: Όταν μια γίδα έχει δύσκολο γέννο και υποφέρει τότε χρειάζεται τη βοήθεια του ίδιου του τσοπάνη. Δεν είναι εύκολο να τη δει ο κτηνίατρος. Ο πατέρας, ως έμπειρος κτηνοτρόφος, κάποιες φορές αναγκάστηκε να ξεγεννήσει τη γίδα που υπέφερε και βογκούσε από τον πόνο. Σπάνια περίπτωση ήταν να χαθεί το μικρό στον τοκετό. Και σπανιότερα να χαθεί η ίδια η γίδα. Μεγάλη στενοχώρια για τον τσοπάνη… Συμβαίνει όμως στο γέννο να ψοφήσει η μάνα. Και ν’ αφήσει ορφανό το μικρό της. Ο τσοπάνης τότε αναλαμβάνει το ορφανό να το μεγαλώσει σαν παιδάκι του! Το κουβαλάει στην καλύβα του για να ζεσταθεί… Το βάζει να βυζάξει σε καμιά τσαγγάδα.Τσαγγάδα λέγεται αυτή που για κάποιο λόγο έχασε το δικό της μικρό. Είναι αυτή η σχέση στοργής που έχει ο τσοπάνης με τα ζώα του και ειδικά με τα νεογέννητα.
Συνήθως οι κτηνοτρόφοι στην τσαγγάδα βάζουν να θηλάσει ένα ορφανό ή ένα διπλάρικο που δεν επαρκούσε το γάλα της μάνας του. Ο Γιάννης Τσέβρεχος, κτηνοτρόφος ο ίδιος, στο βιβλίο του παρομοιάζει τις γίδες που θηλάζουν άλλα μικρά, με μια γυναίκα, «τη θειά Στέφενα», που στη δεκαετία του ’50 θήλαζε όλα τα μικρά του χωριού που γεννήθηκαν με την κόρη της. «Πώς σας τρανέψαμει δεν μπουρώ να καταλάβω!», αφηγείται ο μπάρμπα Στέφος, ο άνδρας της θεια «Στέφενας». Άλλες μάνες δεν είχαν γάλα, λόγω της πείνας ή λόγω κάποιας αρρώστιας το έχαναν. Αρκετά παιδιά εκείνης της εποχής «δεν πήραν πυτιά» σωστή από τη μάνα τους… Ανάλογο περιστατικό μου διηγήθηκε ο Μαχαιριώτης Γάκιας Παπατρέχας Κάνιας που είχε θηλάσει ο ίδιος σε άλλες μάνες, επειδή όταν ήταν βρέφος αρρώστησε η μάνα του.
Η προβατίνα όταν χάσει το αρνάκι της δύσκολα αποδέχεται ένα άλλο. Γι’ αυτό οι προβατάρηδες επινοούν ένα τέχνασμα: Γδέρνουν το ψόφιο αρνί και με το δέρμα του τυλίγουν το άλλο που της δίνουν να θηλάσει. Εκείνη ξεγελιέται από τη μυρωδιά του δέρματος και το δέχεται νομίζοντας ότι είναι δικό της. Με αυτό τον τρόπο εύκολα «υιοθετεί» το ξένο αρνί.
Ο γέννος το χειμώνα ήταν δύσκολος για τα νεογέννητα και για τον τσοπάνη. Γι’ αυτό ο τσοπάνης φρόντιζε να τα κουβαλήσει σε μέρος στραγγερό, να τα γλυτώσει από τη βροχή. Ο ίδιος αρκετές φορές έβρισκε απάγκιο στα εξωκκλήσια της περιοχής του. Θυμάμαι ο πατέρας ζητούσε φιλοξενία στον Άγιο Δημήτριο στα Βρύστιανα. Είχε αναπτύξει φιλία με τον Άγιό του. Και του ανταπέδιδε ευγνωμοσύνη. Του άναβε τα καντήλια, άναβε κεράκι και έκανε το σταυρό του. Μια πίστη αγνή και ανυπόκριτη.Εκεί έκανε Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά και Λαμπρή ο πατέρας και άλλοι τσοπάνηδες… Μου θύμιζαν τους τσοπάνηδες του Παπαδιαμάντη, στην Εξοχική Λαμπρή. Εκεί που αναφέρεται στην πρόσκληση του παπά Κυριάκου να λειτουργήσει για τους βοσκούς και τις οικογένειές τους το Πάσχα. « Ο καταλληλότερος δε, κατά την γνώμην πάντων, ιερεύς της πόλεως, ήτο ο παπα-Κυριάκος, όστις δεν ήτο “από μεγάλο τζάκι”, είχε μάλιστα και συγγένειαν με τινας των εξωμεριτών, και τους κατεδέχετο…». Στο εξωκκλήσι του Πατέρα δεν λειτουργούσε παπάς. Από του τσοπάνη τα βλάστημα χείλη άκουγε το «Χριστός γεννάται» ή το «Χριστός Ανέστη» ο Άη Δημήτρης των Βρυστιάνων! Μόνος ο πατέρας με τον Άγιο αντάλλασσε τις απαραίτητες ευχές! Και σε περίπτωση δυσκολιών ή επιθυμιών παρακαλούσε κι έταζε και κάποιο ζώο στο φίλο Άγιο. Με την πώληση του ζώου, έδινε τα χρήματα στον παπά του χωριού για να καλύψει μια ανάγκη του ναού. Το τάμα ήταν τάμα! Αληθινή φιλία… Όχι ψέματα και κούφιες υποσχέσεις…
Ο τσοπάνης Γ. Τσέβρεχος, σ’ ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο γράφει για το γέννο: «Τίποτα πιο όμορφο από το να έχει λιακάδα τις μέρες που γεννάει το κοπάδι. Απολαμβάνεις το γέννο, καθώς βλέπεις τα μικρά να ποδαρώνουν γρήγορα και να πιάνουν εύκολα το μαστό να φάνε το πρώτο γάλα, την κουλιάστρα, όπως τη λέμε, και που είναι η αρχή για το φτιάξιμο ενός καλού κατσικιού. Να φάει κουλιάστρα, να πιάσει πυτιά στην κοιλίτσα του.Και φυσικά σε όλα τα μικρά η κουλιάστρα είναι το πρώτο μέλημα του κτηνοτρόφου είτε αρνί είναι, είτε μοσχαράκι. Αρχή της υγείας του μικρού.[…]
Τίποτα χειρότερο όταν ο καιρός είναι άσχημος κι έχει παγωνιά. Χρειάζονται μεγαλύτερη προσοχή και όσο το δυνατόν πιο γρήγορη προσπάθεια του κτηνοτρόφου να βάλει το μικρό να φάει. Σε πέντε το πολύ σε δέκα λεπτά, αν γεννιέται έξω, θα πρέπει το μικρό να έχει φάει ή να το βάλει ο κτηνοτρόφος να πάρει δυο γουλιές, ώστε να συνειδητοποιήσει και να βαλθεί το μικρό να βυζάξει πριν αρχίσει το κρύο να του επιβάλλεται έτσι βρεγμένο όπως είναι. Σε ένα γερό κρύο ενδέχεται μέσα σε μισή ώρα το μικρό να κλειδοστομιάσει και ό.τι να το κάνεις δεν μπορείς να του δώσεις να φάει….» [Γιάννης Τσέβρεχος, Το κοπάδι, Έκδοση «έλλα», 2005, σελίδες 120-121].
Μερικά περιστατικά του γέννου: Αφηγούνται πολλές περιπτώσεις οι τσοπάνηδες από τη βιωμένη εμπειρία τους στο κοπάδι. Παραθέτω ενδεικτικά κάποιες:
Υπάρχουν περιπτώσεις η γίδα να απομακρύνεται και να χάνεται όταν γεννά. Μπορεί να μείνει μέρες έξω από το μαντρί. Μπορεί να έρθει στο κοπάδι και να μην έχει μαζί της το μικρό. Πάει και το θηλάζει όπου το ’χει κρυμμένο και επιστρέφει στο κοπάδι. Άλλες πάλι το φέρνουν στο μαντρί. Άλλες δεν θέλουν να το φέρουν, πάνε θηλάζουν και το ξανακρύβουν. Ο έμπειρος τσοπάνης το καταλαβαίνει αυτό από το γάλα. Φαίνεται ότι έχει πάει και το τάισε. Σε τέτοιες περιπτώσεις κάποια μικρά τα τρώνε οι αλεπούδες. Αν όμως γυρίσει η γίδα με το μικρό στο κοπάδι ή το βρει ο τσοπάνης, διαπιστώνει τη διαφορά στο ελεύθερο και στο μαντρωμένο! Θυμάμαι τη χαρά του πατέρα, όταν έβγαινε μετά από κάποιες μέρες η γίδα με το μικρό της στο κοπάδι. Την καλωσόριζε ευχαριστημένος που δεν είχε οριστική απώλεια, απλώς μια ολιγοήμερη απουσία, ικανή όμως να τον αγχώσει… Γελούσαν και τα μουστάκια του πατέρα που αβγάτιζε το κοπάδι του… Γελούσαν και τα χείλη της μάνας που επίσης κουραζότανε πρωί βράδυ στη στάνη δίπλα στον πατέρα.
Όταν γεννάνε στις πλαγιές, τις ημέρες της βόσκησης, ο τσοπάνης μεταφέρει με υπομονή το μικρό στο μαντρί. Η μάνα του ακολουθεί. Κάποια στιγμή ο τσοπάνης αναγκάζεται να τραβήξει το αυτί του μικρού για να βελάξει και να ακολουθεί η μάνα. Συνήθως το κουβαλά κρεμασμένο από τα μπροστινά ή τα πίσω πόδια του. Άλλοτε το σβαρνίζει πολύ ελαφρά στη γη για να παρακινείται η μάνα. Άλλες φορές που η μάνα δεν ακολουθεί αναγκάζεται να το αφήνει κάθε πέντε μέτρα κάτω, να το μυρίσει και να ακολουθήσει. Σε περιπτώσεις που έφαγε το μικρό και δεν ακολουθεί η μάνα του, την κυνηγά νευριασμένος να πάει στο κοπάδι και το ρίχνει στα πόδια της όταν μαζευτεί στο μαντρί.
Στις περισσότερες όμως δεν χρειάζεται ούτε να προκαλεί το μικρό να βελάζει, ούτε να περιμένει ώρες τις μάνες. Ακολουθάνε με αγάπη το μικρό τους. Οι πρωτόγεννες συνήθως έχουν πρόβλημα συμπεριφοράς. Υπάρχουν σπάνια και γίδες που όταν ο τσοπάνης πιάνει το μικρό να τις βοηθήσει αυτές εναντιώνονται και τον χτυπάνε. Ίσως φοβούνται για το νεογέννητο. Υπάρχουν και περιπτώσεις αξιοθαύμαστες που κάποια σκυλιά φυλάνε μια γίδα που έχει γεννήσει και έχει ξεμείνει. Και σπάνιες περιπτώσεις όταν η γίδα παρατάει το μικρό και ο σκύλος παραμένει φύλακάς του μέχρι να έρθει ο τσοπάνης…
Υπήρχαν και δυσάρεστα περιστατικά στο γέννο. Κάποιες φορές, ευτυχώς ελάχιστες, μια γίδα ή μια προβατίνα δεν μπορούσε να γεννήσει. Πιθανόν η βοήθεια ενός κτηνοτρόφου να ήταν πολύτιμη για το ετοιμόγεννο ζώο. Δυστυχώς αυτό δεν ήταν εύκολο τότε. Ο τσοπάνης, σε ρόλο εμπειρικού κτηνιάτρου, προσπαθούσε να βοηθήσει στη γέννα, όπως ήδη αναφέραμε. Ας «ακούσουμε» ένα περιστατικό:
«Θυμάμαι είχαμε μια γίδα, μια Αράπω μισοκέρα, ωραία γίδα! Δυνατή σα φοράδα!
Δεν μπορούσε να γεννήσει. Βόγκαγε, βόγκαγε δυνατά: μπααααααα! μπααααααα! Πονούσε πολύ. Αντιλαλούσε το βέλασμα μέχρι κάτω στην Τσαπουρνιά…
Το πρωί που έφυγαν τα γίδια για βοσκή, ο πατέρας την άφησε στο μαντρί να γεννήσει. Το βραδάκι που γύρισε, η γίδα ακόμα βόγκαγε! Ο πατέρας τη λυπήθηκε. Θέλησε να την «ξεγεννήσει». Ανέβασε το μανίκι του μέχρι πάνω, έβαλε το χέρι μέσα και τράβηξε το κατσικάκι. Ήταν σκαστό, ψόφιο. Το χέρι του όμως δεν είχε απολυμανθεί, ούτε γάντια, ούτε τίποτα. Η γίδα πήρε μικρόβια. Κειτόταν κάτω …Την άλλη μέρα, το πρωί, τη βρήκαμε ψόφια. Ήμουνα παιδάκι τότε… Ακόμα το θυμάμαι…».[Προφορική αφήγηση Δημήτρη Ν. Αγγέλη].
Η βασκανία, το μάτιασμα: Φοβόταν ο πατέρας και κυρίως η μάνα, το μάτιασμα, τον «αβασκαμό» των ζώων και κυρίως των μικρών κατσικιών. Περισσότερο τις μέρες που είχε λιακάδα και τα άφηναν ανοιχτά να λιαστούν στο μαντρί. Φοβούνταν, αν περνούσε από εκεί κάποιος και τα έβλεπε με θαυμασμό, ίσως και με ζήλεια, ότι θα τα μάτιαζε και τότε θα αρρώσταιναν ή θα ψοφούσαν.
Ο πατέρας ποτέ δεν κοίταζε, ακόμα κι αν περνούσε δίπλα σε μαντρί, τα ελεύθερα κατσικάκια να λιάζονται. Δεν ήθελε, ακόμα και χωρίς να ζηλεύει, να προκαλέσει μάτιασμα στα ζωντανά του αλλουνού. Αυτό που δεν επιθυμούσε να του κάνουν, δεν το έκανε ο ίδιος στον άλλον. Και ας ήξερε πως ο άλλος, από περιέργεια ίσως, περνούσε να ρίξει μια ματιά στα δικά του ζωντανά. Είχε πολύ ήθος και αγάπη για τα ζώα ο πατέρας …
Βίωμα και μνήμη: Θυμάμαι, όταν ήμουνα παιδί, πήγαινα στα μαντριά νωρίς το απόγευμα και περίμενα να ’ρθει ο πατέρας το βραδάκι με το κοπάδι από τη βοσκή. Άνοιγα τον τσάρκο να λιαστούν τα κατσικάκια. Ήταν όμορφα, άσπρα, μαύρα, δίχρωμα κ.λπ. Ωραίες εικόνες της ποιμενικής ζωής… Το πιο ωραίο ήταν, όταν επέστρεφαν οι μάνες τους από τη βοσκή και ο πατέρας τις έβαζε στο γαλαρομάντρι. Άλλες εκεί που ήταν τα πρώιμα και άλλες εκεί που ήταν τα ψιμάδια. Χοροπηδούσαν, έτρεχαν, βέλαζαν τα τρελοκάτσικα από τη χαρά τους! Και έτρεχε το καθένα να βρει τη μάνα του. Δε λάθευαν, έβρισκε το καθένα τη δική του…Εκείνη δεχόταν το μικρό της και του έδινε να πιει γάλα. Ο πατέρας επέβλεπε πάντα. Αφού θήλαζαν αρκετή ώρα, τα κλείναμε πάλι στον τσάρκο. Τσάρκος ήταν ένας ειδικός χώρος για τα μικρά στην πάνω άκρη του μαντριού. Ήταν πλεγμένος ολόγυρα με ξύλα και κλαδιά και σκεπασμένος με τσίγκια. Είχε μια μικρή πορτούλα ξύλινη με σύρτη, για να μπορούν να μπαινοβγαίνουν. Έμπαινε και ο πατέρας, η μάνα ή εμείς τα παιδιά για να βάλουμε ως συμπλήρωμα διατροφής τους καλαμπόκι ή κριθάρι στα μακρόστενα κορύτια που ήταν δεμένα στις πλευρές του τσάρκου. Με χονδρά σύρματα να μην τα αναποδογυρίζουν τα ατίθασα κατσίκια! Όλα ήταν κατασκευασμένα από τα χέρια του πατέρα. Ήταν τσοπάνης και τεχνίτης συνάμα. [Βλέπετε: Μ.Ν. Αγγέλη, «Κτηνοτροφικά του Ξηρομέρου: Ο τσάρκος. Καλύβι για τα αρνοκάτσικα… Χώρεσε και έναν παπά!»https://www.astakos-news.gr/2020/10/blog-post_96.html].Οι μάνες, οι γίδες έμεναν στο μαντρί μέχρι το πρωί. Τότε θήλαζαν ξανά τα μικρά τους με την ίδια διαδικασία. Και έφευγαν με τα άλλα ζώα και τον τσοπάνη τους για την ημερήσια βόσκηση…
Θυμάμαι επίσης, κάποιες φορές, τον πατέρα που γύριζε κουρασμένος από τη βόσκηση του κοπαδιού, μπορεί και βρεγμένος, και ήταν φορτωμένος στην πλάτη του με ένα μεγάλο δεμάτι κλαρί, πουρνάρι και κουμαριά. Τόσο μεγάλο που ίσα φαινόταν η μορφή του! Σαν κινητό δέντρο έμοιαζε ο κουβαλητής πρόσθετης τροφής των ζώων του. Το κουβαλούσε γιατί ήθελε να κρεμάει στα τοιχώματα του μαντριού τέτοιες κλάρες, για να τρώνε τα κατσίκια, όταν τα άφηνε ανοιχτά στο μαντρί τη μέρα, μεγαλωμένα πια… Είχε τόση αγάπη γι’ αυτά ο πατέρας που δε λογάριαζε τον κόπο και το φορτίο που έσερνε στην πλάτη, με τη βοήθεια της γκλίτσας κάθε φορά… Ήταν αυτή η γενιά των τσοπάνηδων που έβαζαν τα ζωντανά πάνω από τη ζωή τους!
Ο Κώστας Κρυστάλλης, ο τραγουδιστής του χωριού και της στάνης, έγραψε ένα ποίημα για το γέννο. Παραθέτω ενδεικτικό απόσπασμα:
Ο Γένος
Χειμώνιασε. Χιόνια πολλά σ’ τα κορφοβούνια πέφτουν,
Ρεύουν τα φύλλα των κλαριών, ξισκιώνουν τα λογγάρια,
Θολώνουν οι νεροσυρμές, οι βρύσες κρουσταλλιάζουν
κι’ οι τσελιγγάδες κουβαλούν στους κάμπους τα κοπάδια.
Ο Μάμαλης απ’ τ’ Άγραφα στη Λεπενού τα πήγε,
Ο Θάνος τ’ Ασπροπόταμου, του Μαλακάση ο Μπάρδας
Κατέβηκαν για χειμαδιό στον κάμπο του Τρικκάλου,
Την Αλλασσώνα εδιάλεξε του Σμόλκα ο Χατζημπύρρος,
Ο Κάγκαλος του Ζαγοριού στο Λούρο ξεχειμάζει.
Του Κουρμολιάσα ο τσέλιγγας, ο Τάκης ο Ψαλίδας,
Της Βαλαώρας τα ζερβά τα βοσκοτόπια πήρε.
Ξημέρωνε Πρωτοχρονιά. Στην στάνην του Ψαλίδα
Συμμαζωγμέν’ οι πιστικοί ζενύχτιζαν στον γέννο,
Κι είχαν τον γέννον όψιμο, κι ήταν μεγάλη η στάνη.
Το μεσονύχτι μοναχά πήραν καιρό για δείπνο,
Κι απόδειπνα στ’ αχύρινο, στο τουρλωτό καλύβι.
Τετραδιπλώσαν τη φωτιά μ’ ασφάκες με παλιούρια.
Μέσ’ στην κορφήν ο τσέλιγγας σε στοιβανιές ξαπλώθη
Και διπλοπόδι οι πιστικοί περίγυρα εκαθήσαν.
Ο τσέλιγγας αναρωτάει αραδαριά καθέναν:
— Πόσες απόψε γέννησαν;
— Σαράντα, λάλα Γάκη.
— Κι είν’ όλα, Λάμπη, ζωντανά;
— Βγάλτε μονάχα πέντε.
— Διπλάρια;
— Δέκα.
— Ισιάσαμαν. Τα ζωντανά βυζαίνουν;
— Πίνουν σαν δυομηνίτικα.
— Έχουν οι μάνες γάλα;
— Ως τα χορτάρια οι πλιότερες τα σέρνουν τα μαστάρια.
— Λιψές δεν είνε;
— Κι αν είνε, βυζαίνουν στα τσαγγάδια.
—Με τα τσαγγάδια σήμερα ποιος ήταν;
— Ο Γιαννίκας.
— Με τα ψιμάρνια;
— Ο Ζάγιαννας.
— Με τα γαλάρια;
— Ο Νάσης.
— Με τα μηλιόρια;
— Ο Θόδωρος.
— Και με τα στέρφα;
— Ο Χίτας.
— Ο Δούκας πού είνε;
— Για κλαρί.
— Επήγε αργά;
— Πολλιώρα.
— Ζαβολαούδα! Εδιάλεξε κι αυτός καιρόν απόψε
Με τέτοιον άγριο δρόλαπα να νυχτοπαραδέρνη.
— Δεν είνε και κακόγκρανος, έχει ψημένην σάρκα.
— Απόψε ουδέ τα Παγανά, παιδιά μου, δεν προβαίνουν.
Πήρε κοντά του πράματα;
— Πήρε τα οχτώ μουλάρια.
— Μα την αξιάδα που ‘δα εγώ στο Λούκα εχτές το βράδυ.
— Σαν τι είδες, Λιάκο;
— Μονάχος ετέλεψε το γέννο.
Πενήντα αρνιά προσθήλιασε μέσ’ στην τσαγγαδομάντρα.
— Προχτές στον Παλιουρόφορο ζαλώθη ένα δαμάλι.
Θεριακωμένος!
— Κορμαριά!
— Και πετροκαταλύτης!
— Σίμπα, Κωστούλα, τη φωτιά· τι ξύλιασα στη στρούγγα
Και πάω σαν καλαμόκουνα […]
Κρυστάλλη Κ.,Άπαντα,Αθήνα,1972